λεχθέντ' — λεχθέντα , λέγω 2 pick up aor part pass neut nom/voc/acc pl λεχθέντα , λέγω 2 pick up aor part pass masc acc sg λεχθέντι , λέγω 2 pick up aor part pass masc/neut dat sg λεχθέντε , λέγω 2 pick up aor part pass masc/neut nom/voc/acc dual λεχθέντα … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Hipparque (astronome) — Pour les articles homonymes, voir Hipparque. Hipparque Naissance 190 Nicée … Wikipédia en Français
Hipparque de Nicée — Hipparque (astronome) Pour les articles homonymes, voir Hipparque. Hipparque Naissance … Wikipédia en Français
οίος — (I) οἶος, οἴα, ον, επικ. τ. θηλ. οἴη, κυπρ. τ. οἶFος (Α) 1. μόνος, χωρίς συνοδεία, ολομόναχος («ὅν ῥα συβώτης αὐτὸς κτήσατο οἶος ἀποιχομένοιο ἄνακτος, νόσφιν δεσποίνης», Ομ. Οδ.) 2. μοναδικός στο είδος του, εξαίρετος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) οἶον… … Dictionary of Greek
συγκεφαλαιώνω — συγκεφαλαιῶ, όω, ΝΜΑ [κεφαλαιῶ] επαναλαμβάνω συνοπτικά όσα είπα ή έγραψα εκτεταμένα, συνοψίζω («νῡν περὶ ψυχῆς τὰ λεχθέντα συγκεφαλαιώσαντες», Αριστοτ.) μσν. αρχ. μέσ. συγκεφαλαιοῡμαι, όομαι συντίθεμαι, συναποτελούμαι («τὴν τριάδα εἰς μονάδα… … Dictionary of Greek
όμως — (ΑΜ ὅμως) (εναντ. σύνδ.) αλλά, παρ όλα αυτά, εν τούτοις, ωστόσο (α. «είχε πει ότι θα έλθει, όμως έχει αργήσει πολύ» β. «κατὰ ἄνθρωπον λέγω ὅμως ἀνθρώπου κεκυρωμένην διαθήκην οὐδεὶς ἀθετεῑ», ΚΔ) αρχ. 1. συχνά ενισχύεται με άλλα μόρια: άλλ ὅμως,… … Dictionary of Greek
ИОАНН ФУРН — [греч. ᾿Ιωάννης Θουρνῆς] (нач. XII в.), визант. богослов, прот (управляющий мон рями) на св. горе Ганос во Фракии, к северу от античного и средневек. городка Ганос (совр. Газикёй, Турция) на побережье Мраморного м. Участник богословских споров о… … Православная энциклопедия